- εκτιμητικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτίμηση ή που προήλθε από εκτίμηση («εκτιμητική έκθεση»)2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την ικανότητα ή την κλίση να είναι εκτιμητής3. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο που περιέχει τα πορίσματα τής εκτιμήσεως, το πρακτικό τής εκτιμήσεως4. (νομ.) «εκτιμητικός όρκος» — ο όρκος που επιβάλλεται από το δικαστήριο στον εκτιμητή για να επιβεβαιωθεί η ενσυνείδητη διενέργεια τής εκτιμήσεως.
Dictionary of Greek. 2013.